Ομιλία Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου κατά την Αποκαθήλωση του 2016
Μεγάλη Παρασκευὴ
"Ἀδελφοί, ὅσοι δὲν
ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἂν ἀκούσουν τὸ κήρυγμα γιὰ τὸ σταυρικό
θάνατο τοῦ Χριστοῦ, θὰ τὸ θεωρήσουν ἀνοησία. Ὅμως, γιὰ μᾶς, ποὺ διαλέξαμε τὴν
σωτηρία μας, ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Λέει
ὁ Θεὸς στὴ Γραφή: "θὰ ἐξαφανίσω τὴ σοφία τῶν σοφῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν εὐφυΐα
τῶν συνετῶν θὰ ἐκμηδενίσω". (...) Ὁ
Θεὸς ἀπέδειξε ὅτι ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι ἀνοησία. Ἀφοῦ ὁ κόσμος, μὲ τὴν τόση σοφία του, δὲν μπόρεσε
νὰ γνωρίσει τὸ Θεό, γι΄αὐτὸ ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀποφάσισε νὰ σώσει ὅσους πιστεύσουν
στὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ, ἕνα κήρυγμα ποὺ μοιάζει νὰ εἶναι ἀνόητο. Οἱ Ἰουδαῖοι
γιὰ νὰ πιστεύσουν ζητοῦν θαύματα, οἱ Ἕλληνες ζητοῦν φιλοσοφίες. Ἐμεῖς, ὅμως, κηρύττουμε
Χριστὸ καὶ μάλιστα σταυρωμένο. Ἕνας Θεὸς σταυρωμένος, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι
σκάνδαλο καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἀνοησία. Γι΄αὐτοὺς ὅμως ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς
στὴ σωτηρία, εἴτε Ἰουδαίοι εἶναι εἴτε Ἕλληνες, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ
σοφία τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ φαίνεται ἀνόητο στοὺς ἀθρώπους,
τελικὰ εἶναι σοφότερο ἀπὸ τὴν σοφία τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτὸ ποὺ μοιάζει μὲ ἀδυναμία
τοῦ Θεοῦ, τελικὰ εἶναι πιὸ δυνατὸ ἀπὸ τὴν δύναμη τῶν ἀνθρώπων. Ἐξάλλου ἀδελφοί
μου, βλέπετε ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ μᾶς κάλεσε ὁ Θεός· ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχουν
πολλοὶ σοφοί, δὲν ὑπάρχουν ἰσχυροί, δὲν ὑπάρχουν ἀριστοκράτες, ἀλλὰ ἐμᾶς, ποὺ ἴσως
ὁ κόσμος μᾶς θεωρεῖ ἀνόητους, ἐμᾶς τελικὰ διάλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ντροπιάσει τοὺς
σοφούς. Ἐμᾶς τοὺς ἀνίσχυρους διάλεξε ὁ
Θεός, γιὰ νὰ ντροπιάσει τοὺς ἰσχυρούς. Ἐμᾶς, ποὺ ὁ κόσμος μᾶς θεωρεῖ ἁπλοὺς καὶ
καθημερινοὺς ἀνθρώπους, ἐμᾶς διάλεξε ὁ Θεός, ποὺ δὲν εἴμαστε τίποτε, γιὰ νὰ
καταργήσει ὅσους νομίζουν πὼς εἶναι κάτι. Ἔτσι, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ σὰν
σπουδαῖος μπροστὰ στὸ Θεό. (...) Καλὰ τὸ λέει ἡ Γραφή: ὅποιος καυχιέται, ἂς
καυχιέται μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ στὴ ζωή του ὑπάρχει ὁ Κύριος. Κι ἐγὼ ἀδελφοί
μου, ἦρθα νὰ σᾶς κηρύξω (...) τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μάλιστα σταυρωμένο".
Ἀγαπητοί μου·
Αὐτὰ ἔγραφε ὁ Ἀπ.
Παῦλος στοὺς Κορίνθιους[1],
στὴν πρώτη Ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔστειλε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, γύρω στὸ ἔτος 55, ὅμως, ἀπὸ
τότε πέρασαν πολλοὶ αἰῶνες, ὁπότε ἐμεῖς, σήμερα, ἂς ξαναρωτήσουμε:
Γιατὶ
σταυρώθηκε ὁ Χριστός;
Νὰ ρωτήσω καὶ
γιὰ πρίν: γιατὶ σαρκώθηκε ὁ Θεὸς στὴ μήτρα τῆς Παρθένου;
"Ὁ Χριστὸς
δὲν περίμενε τὸν μαθητή του νὰ τὸν προδώσει ἀπὸ ζηλωτισμὸ ἢ φιλαργυρία, ὄχι! Ὁ
Χριστὸς δὲν περίμενε τοὺς Ἰουδαίους νὰ τοῦ
ἐπιτεθοῦν σὰν
κλέφτες μέσα στὴ νύχτα στὴ Γεθσημανῆ, οὔτε περίμενε τὴν δειλὴ καὶ παράνομη ἐκδίκαση
τοῦ Πιλάτου[2]".
Ὄχι, ὄχι!
Τὸ δεύτερο
πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ,
ποὺ σαρκώθηκε μέσα στὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, προσέλαβε τὴ δική μας ἀνθρώπινη
φύση, σῶμα ἀνθρώπινο σὰν τὸ δικό μας, μόνο καὶ μόνο γιὰ ἕνα λόγο: γιὰ νὰ
πεθάνει, προκειμένου νὰ λυτρώσει ἐμᾶς, ἀπὸ τὸ θάνατο, ἐπειδὴ ὁ θάνατος ἦταν ὁ ἔσχατος
ἐχθρός μας[3].
Ξέρουμε πῶς προέκυψε
ὁ θάνατος στὸν κόσμο μας: ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅσο
διαπράττεται, τροφοδοτεῖ τὸ θάνατο.
Αὐτός, λοιπόν,
ποὺ πέθανε ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν ἦταν κοινὸς ἄνθρωπος.
Στὸ Χριστὸ δὲν
ὑπάρχει ἀνθρώπινη ὑπόσταση. Ἡ προσωπικότητά του ἦταν θεία καὶ ὅμως ταυτόχρονα
σαρκωμένη, "... ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ποὺ ἀγωνίσθηκε τὸν ἀγῶνα
τῆς ὑπομονῆς"[4].
Ὁπότε, δὲν ὑπῆρχε
ἄλλος τρόπος: γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύση μας ἔπρεπε νὰ προσληφθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό[5], νὰ
διατηρηθεῖ "ἐκτὸς ἁμαρτίας" καὶ στὸ τέλος νὰ πεθάνει.
Ἡ Σταύρωση τοῦ
σώματος ἔγινε στὸ Γολγοθᾶ. Προηγήθηκε ἡ σταύρωση τῆς ψυχῆς στὴ Γεθσημανῆ. Ἡ σάρκα
πονάει ὅταν σταυρώνεται, αὐτὸ εἶναι προνόμιο τῆς ζωῆς. Ὅμως, καὶ ἡ ψυχὴ
σταυρώνεται καὶ πονάει, αὐτὸ εἶναι προνόμιο τοῦ πνεύματος. Ἔτσι, ὁ Ἰησοῦς
δέχτηκε σύνολη τὴ μοίρα τοῦ κάθε ζωντανοῦ ὄντος. Βέβαια, ἡ ψυχὴ δὲν θάβεται στὸ
χῶμα· ὅμως, τὸ σῶμα; Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν
Θεός, ὅλα θὰ τελείωναν στὸ σταυρό. Ὁ Καζαντζάκης ἐξηγεῖ πὼς ἡ κραυγή:
"τετέλεσται", σήμαινε πὼς ὅλα τώρα ἀρχίζουν· καὶ εἶχε δίκιο. Μόλις ὁ
Χριστὸς παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Πατέρα του, ὁ θάνατος ὥρμησε καὶ νέκρωσε τὸ σῶμα
του, ὅμως μέσα σ' ἐκεῖνο ὑπῆρχε κρυμμένη ὁλόκληρη ἡ θεότητα, τὸ δεύτερο πρόσωπο
τῆς Ἁγ. Τριάδος.
Καὶ ἐκεῖ, στὸ
σκοτεινὸ βασίλειο τοῦ Ἅδη, στὶς ἀκρώρειες
τῆς ὑπάρξεως, παίχτηκε το σκληρότερο παιχνίδι τῆς ζωῆς ἐνάντια στὸ θάνατο. Καὶ δὲν
εἶναι παράξενο; νίκησε ἡ ζωή!
Ὁ Χριστὸς "ἐξαφάνισε
τὸν θάνατο, ἐνῶ τὸν κατεῖχε ὁ θάνατος. Ἄδειασε τὸν ἅδη αὐτὸς ποὺ κατέβηκε στὸν ἅδη.
Πίκρανε τὸν ἅδη, ὅταν τοῦ ἔδωσε νὰ δοκιμάσει τὴ σάρκα του. Ὁ ἅδης ἔλαβε σῶμα ἀνθρώπινο,
κι αὐτὸ ἦταν συγχρόνως καὶ σῶμα τοῦ Θεοῦ. Ἔλαβε χῶμα καὶ συνάντησε οὐρανό. Ἔλαβε
αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε καὶ τὴν ἔπαθε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δὲν ἔβλεπε[6]".
Γι΄αὐτό, ὁ
Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πεθάνει, γιὰ νὰ κληροδοτήσει στὴν ἀνθρωπότητα τὴν πληρότητα τῆς
ζωῆς. Πληρότητα ζωῆς σημαίνει: ζωὴ ποὺ δὲν βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ φάσμα τοῦ
θανάτου. Ὁ Μεγ. Ἀθανάσιος λέει: "... ὅταν ὁ Χριστὸς πεθαίνει στὸ Σταυρὸ καὶ
κατεβαίνει στὸν ἅδη, τότε ὁ θάνατος γίνεται σὰν τὸ ἄχυρο μπροστὰ στὴ φωτιά[7]".
Αὐτὸ δὲν ἦταν ἀναγκαιότητα τοῦ κόσμου, ἦταν ἀναγκαιότητα τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ,
ποὺ ἐμεῖς
δὲν μποροῦμε νὰ
τὴν ἐκτιμήσουμε ἀκόμα,
γι΄αὐτὸ τὴν
προσεγγίζουμε σεβαστικὰ σὰν μυστήριο, "τὸ
μυστήριο τοῦ σταυροῦ".
Ὁ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προσθέτει: "εἴχαμε
ἀνάγκη ἑνὸς
σαρκωμένου Θεοῦ, ἑνὸς
Θεοῦ ποὺ ἔγινε
ἄνθρωπος μὲ προωρισμὸ
νὰ πεθάνει, ὥστε νὰ
κατορθώσουμε νὰ ζήσουμε ἐμεῖς [8]".
Αὐτὸς
ὁ ὡραῖος
νεκρός, ὁ σεμνὸς γυμνὸς
καὶ ὁ γαλήνια κρεμασμένος
πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ,
κάποτε μᾶς εἶπε γιὰ
ἕναν ἔμπορο ποὺ
ζητοῦσε νὰ βρεῖ
ὄμορφα μαργαριτάρια. Κι ὅταν
βρῆκε ἕνα πανάκριβο,
πῆγε καὶ πούλησε ὅλα
ὅσα εἶχε καὶ
τὸ ἀγόρασε[9].
Ὁ
πυρῆνας τῆς ζωῆς
εἶναι ἕνας πολύτιμος
μαργαρίτης μέσα σ΄ἕνα ὄμορφο κοχύλι. Ὁ
μαργαρίτης αὐτὸς εἶναι
ριγμένος στὸ χρόνο, ἐνῶ
εἶναι ἄχρονος. Εἶναι
πεταμένος στὴ φθορά, ἐνῶ
εἶναι ἄφθαρτος. Εἶναι
λασπωμένος στὴ δαιμονικότητα, ἐνῶ
εἶναι ἅγιος. Εἶναι
θαλασσοδαρμένος στὸ πεπερασμένο, ἐνῶ
εἶναι ἄπειρος. Ὁ
μαργαρίτης αὐτὸς εἶναι
ἡ ἴδια ἡ
ζωή. Ἂν δὲν ὑπῆρχε
ὁ πολύτιμος αὐτὸς
μαργαρίτης, δὲν θὰ ἦταν
δυνατὰ οὔτε ἡ
ἱστορία, οὔτε ὁ
πολιτισμός, οὔτε τὰ πνευματικὰ
δημιουργήματα.
Γιὰ
τὴν πίστη μας τὸ ἀντίθετο
τῆς ζωῆς δὲν
εἶναι ὁ θάνατος, εἶναι
ὁ ψόφος. Ψόφος εἶναι ἡ
ἁπλὴ βιολογικὴ
λήξη τῆς ζωῆς, χωρὶς
συνειδησιακὲς καὶ ὑπαρξιακὲς
διαστάσεις. Ὁ ἄνθρωπος
γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ
πεθάνει τὴν κάθε στιγμή, τὸ ζῶο
ψοφᾶ, δηλ. δὲν
τὸ γνωρίζει. Ἡ διαφορὰ
εἶναι ποιοτική, ἄρα τεράστια. Ὁ
θάνατος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ἡ ἄλλη διάσταση τῆς
ζωῆς, ποὺ τὴν
μετατρέπει ἀπὸ βιολογικὴ
λειτουργία σὲ πνευματικὸ ἄθλημα,
ποὺ τελεῖται σ΄αὐτὸν
τὸν κόσμο καὶ συντελεῖται
στὴν αἰωνιότητα.
Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος
ἐπειδὴ εἶναι
θνητός. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ
ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος,
δὲν ἐννοοῦμε
ὅτι θὰ ζεῖ
πάντοτε ἐδῶ ἢ
ἀλλοῦ. Ἡ
ὑπερμακροζωΐα αὐτή,
δὲν μᾶς βοηθάει
καθόλου, ἐπειδὴ δὲν
ἔχει κανένα νόημα, ἀλλὰ
καὶ καμμιὰ πνευματικὴ
ἔκβαση. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀθάνατος θὰ
πεῖ ὅτι ἁπλῶς
μπορεῖ νὰ κατασταθεῖ
ἀθάνατος. Καὶ αὐτὴν
τὴ δυνατότητα, μᾶς τὴν
παρέχει μόνο ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀθάνατος θὰ
πεῖ ὅτι μπορεῖ
νὰ μετέχει στὴν αἰωνιότητα,
δηλαδὴ νὰ ζεῖ
ἐκτὸς τοῦ
χρόνου. Ἡ ἔξοδος ἀπὸ
τὸν χρόνο γίνεται ὅσο εἶναι
κανεὶς μέσα στὸ χρόνο, ἄρα
πρὸ τοῦ θανάτου.
Συνεπῶς ἡ ἀθανασία,
ἢ συντελεῖται πρὶν
τὸ θάνατο ἢ ποτέ.
Χρειάζεται νὰ
πάρουμε τὴ ζωή μας στὰ σοβαρὰ
καὶ νὰ τὴ
μεταποιήσουμε ἀπὸ βιολογικὴ
σὲ εὐαγγελισμένη
ζωή. Ὅλο κι ὅλο ποὺ
ἔχει νὰ διανύσει ὁ
ἄνθρωπος, εἶναι αὐτὸ
τὸ ἄνυσμα, ποὺ
εἶναι ἄνυσμα τοῦ
πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τῆς
ἀνθρωπότητος. Ἂν ὁ
ἄνθρωπος δὲν εἶχε
τὴν ἐπίγνωση τοῦ
θανάτου, δὲν θὰ ἔκανε
πολιτισμό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ναυαγήσει στὴν ἐγκοσμιότητα,
τότε λησμονεῖ τὴν μοναδικότητα
τῆς ἀξίας τοῦ
προσώπου του καὶ θολώνει μπροστά του ὁ
διανοιγμένος ὁρίζοντας τῆς ψυχῆς
του, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος
ἐπιστρέφει στὴν κοινωνία τῆς
ἀγέλης[10].
Βέβαια, ἡ
πραγματικότητα τοῦ θανάτου δὲν ἔχει
ἀκόμα καταργηθεῖ, ἔχει
πάντως ἀποκαλυφθεῖ ἡ
ἀδυναμία του. "Εἶναι ἀλήθεια
ὅτι ἐξακολουθοῦμε
νὰ πεθαίνουμε, ὅπως καὶ
πρίν", λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
Χρυσόστομος, "ἀλλὰ δὲν
παραμένουμε μέσα στὸ θάνατο, καὶ τοῦτο
σημαίνει πὼς δὲν πεθαίνουμε. Ἡ
δύναμη τοῦ θανάτου εἶναι ὅτι
ὁ νεκρὸς δὲν
ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ
ἐπιστρέψει στὴ ζωή· ἀφοῦ
ὅμως μετὰ τὸ
θάνατο σίγουρα θὰ ζωοποιηθοῦμε καί, ἀκόμα
περισσότερο, θὰ ἀποκτήσουμε
καλύτερη ζωή ("ἐγὼ ἦλθον
ἵνα ζωὴν ἔχετε
καὶ περισσὸν ζωῆς[11]"),
τότε ἡ κατάσταση ἐκείνη δὲν
εἶναι πλέον θάνατος ἀλλὰ
γίνεται ὕπνος"[12]. Κατὰ
τὸν Μεγ. Ἀθανάσιο,
"ὅπως ὁ σπόρος ποὺ
ρίχτηκε στὴ γῆ, ἔτσι
κι ἐμεῖς δὲν
ἀφανιζόμεθα ὅταν
πεθαίνουμε, ἀλλὰ σπαρμένοι ἀνιστάμεθα[13]"
.
Ἡ
σημερινὴ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶναι
ἡ πλέον σιωπηλὴ ἡμέρα
τοῦ κόσμου, ἡμέρα τῆς
θανατερῆς σιωπῆς, ἐνῶ
ἔξω, "μὲ χίλιες γλῶσσες
κραίνει ἡ ἄνοιξη".
Αὔριο
θὰ ξημερώσει τὸ ἀτελεύτητο
Σάββατο τῆς μεγάλης ἀναμονῆς,
μὲ τὸ σαρκωμένο πνεῦμα
νὰ ἔχει ξεπέσει στὴν
ἀφάνεια καὶ κανεὶς
νὰ μὴν τὸ
ἀναζητεῖ. Ἀλίμονο
ἂν λείψει ὅμως, ἀπὸ
τὴν ἐλπίδα τοῦ
ἀνθρώπου ἡ ἑπόμενη
ἡμέρα. Ἡ Κυριακὴ
τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ
Ἀνάσταση, εἶναι "ἡ
ἀποκατάσταση τῆς φύσεως"
ποὺ ὁ Θεὸς
θὰ τὴν παρέχει σὲ
ὅλους ἐλεύθερα, ὄχι
ὅμως, ἐρήμην τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος
θὰ διατηρήσει τὴν ἴδια
ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς
του, ὁπότε θὰ μπορεῖ,
νὰ κινηθεῖ μὲ
ἐσωτερικὴ ἀγάπη.
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν,
ἡ θέα τοῦ Θεοῦ
καὶ ἡ ἕνωση
τοῦ καθενός μας μὲ τὸ
Χριστό, θὰ εἶναι
πραγματικότητα ἂν τὸ θελήσουμε, στὸ
βαθμὸ ποὺ θὰ
τὸ θελήσουμε ὁ καθένας μας. Ὅλοι
θὰ ἀναστηθοῦμε
μιὰ μέρα.
Ὅμως
ἐκείνη ἡ ἡμέρα
γιὰ ἄλλους θὰ
εἶναι ἀνάσταση
ζωῆς, γιὰ ὅσους
θὰ ἔχουν σχετισθεῖ
μὲ τὸν Χριστό, (δηλ.
ὅσοι τὸν ὁμολογοῦν
μὲ πίστη, τὸν ἐπιλέγουν
μὲ ἀγάπη καὶ
τοῦ προσφέρουν τὸν μυστικὸ
ὅρκο τῆς ὑπακοῆς).
Γιὰ
ἄλλους, ἡ ἡμέρα
ἐκείνη θὰ εἶναι
ἀνάσταση κρίσεως, (ὅσοι ἔχουν
περιοριστεῖ "ἐκτὸς
Θεοῦ", θὰ ἀναστηθοῦν,
ἀλλὰ θὰ
παραμένουν στὸ ἀπόλυτο σκοτάδι).
Ἐδῶ
δὲν πρόκειται γιὰ ἀσκητικὸ
ἢ ἠθικὸ
κανόνα. Πρόκειται γιὰ ὀντολογικὸ
νόμο τῆς πνευματικῆς ὑπάρξεως,
τὸ νόμο τῆς ζωῆς
καθ΄ἑαυτήν. Ὁ Θεὸς
θὰ βρίσκεται παντοῦ, ὅμως
θὰ εἶναι παρὼν
μόνο στοὺς πιστούς.
Ἀγαπητοί μου,
Μπορεῖ
νὰ φαίνεται ὅτι ὁ
Θεὸς βασίλεψε πίσω ἀπὸ
τὶς κορυφογραμμὲς τῶν
τελευταίων αἰώνων, ὅμως, στὴν
πραγματικότητα ζοῦμε σ' ἕναν ἀλλαγμένο
κόσμο: τὸν ἔχει ἀλλάξει
ἡ λυτρωτικὴ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Ἡ
ζωὴ μᾶς δόθηκε σὰν
δῶρο καὶ θὰ
νικήσει. Δὲν τὸ εἶπα
καλά· ἤδη "νίκησε τὸ θάνατο, ὁ
θάνατος τοῦ σωτῆρος μας".
Μὲ
τὸ Χριστὸ ἄρχισε
ἡ νέα ἀνθρωπότητα. Ἔτσι,
ὄχι μόνο βεβαιώνεται ἡ ἔσχατη
ἐπιβίωση, ἀλλὰ
συμπληρώνεται καὶ ὁ δημιουργικὸς
σκοπὸς τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι κατασταθήκαμε
ἀθάνατοι, ὁ Χριστὸς
μᾶς "καταδίκασε σὲ ἀθανασία",
θὰ ἀναστηθοῦμε
ὅλοι μας, εἴτε τὸ
θέλουμε εἴτε ὄχι. Δὲν
μποροῦμε πλέον νὰ διαπράξουμε τὴν
ἔσχατη "μεταφυσικὴ
αὐτοκτονία" καὶ νὰ
βγάλουμε τὸν ἑαυτό του ἔξω
ἀπὸ τὴν
ὕπαρξη. Ἔχουμε τὸ
δικαίωμα, ὅμως, ἂν τὸ
ἐπειλέξουμε, νὰ μείνουμε "ἔξω
τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ".
Βλέπετε, ἀκόμα καὶ ἡ
νίκη τοῦ Χριστοῦ δὲν
καταστρατηγεῖ τὴν ἐλευθερία
μας, δὲν μπορεῖ νὰ
ἐ π ι β ά λ λ ε
ι τὴν "αἰώνια
ζωή" σὲ ὅσους θέλουν νὰ
μείνουν "ἀποκλεισμένοι". Καὶ
ὁ Ἵερὸς
Αὐγουστῖνος ἐπισημαίνει,
"ἡ ὕπαρξη δὲν
ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή[14]".
Καλὸ
Πάσχα, ἀγαπητοί μου, καλὸ Πάσχα.
[1] Α΄Κορ. 1, 18 - 2, 1
[3] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου
Θεολογίας.
[4] Κυρίλλου Ἱεροσολύμων,
Κατηχήσεις 13,6
[5] Γρηγορίου Θεολόγου, Ἐπιστολὴ 101 πρὸς Κληδόνιον "τοῦτο σώζεται, ὃ καὶ ἑνοῦται μετὰ τοῦ
Θεοῦ".
[6] Ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ λόγο τοῦ Ἰωάννου
Χρυσοστόμου.
[7] Μεγ. Ἀθανασίου, Περὶ τῆς Ἐνανθρωπίσεως
6-8
[8] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,
εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα: "ἐδεήθημεν Θεοῦ σαρκωμένου καὶ νεκρουμένου".
[9] Ματθ. 13, 46-46
[10] ΜαλεβίτσηΧρήστου, Ὁ ἔγκοπος
λόγος σελ. 151 καὶ 95.
[11] Ἰω. 10, 10
[12] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα
πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλία 17,2: "οὐ θάνατος τοῦτ΄ἐστιν, ἀλλὰ κοίμησις".
[13] Μεγ. Ἀθανασίου, Περὶ τῆς Ἐνανθρωπίσεως,
21.